Γκιώνης το πουλί του χωριού: Η λαϊκή παράδοση που τον ακολουθεί- Το ιδιαίτερο λάλημά του

Ιστορίες Ζώων

Ο γκιώνης είναι ένα πουλί με χαρακτηριστικό τραγούδι που ακούγεται σαν σφύριγμα. Στον ελληνικό μύθο ένας άντρας που σκότωσε τον αδελφό του από μνησικακία τον καλούσε κάθε βράδυ. Οι Θεσσαλοί υποστηρίζουν πως η τραγική ιστορία των δύο αδελφών έγινε επάνω στο γραφικό βουνό της Γκιώνας και πως αυτής το όνομα έφερε ο χαμένος αδελφός. Ό,τι και να συμβαίνει, η αλλόκοτη ιστορία των δύο αδελφών παρίσταται ως εξής :

«Ήταν δυο αδέλφια, ξακουστά για την ομορφιά τους, την τιμιότητά τους και την αγάπη που το ένα έτρεφε στο άλλο. Αμέτρητο ήταν το κοπάδι τους και τα άλογά τους δέκα τρία. Δεν κρατούσε μυστικό ο ένας από τον άλλο. Μα ήρθε κάποτε ο δαίμονας του έρωτα. Μια τσοπάνισσα, χήρα όμορφη και αμαρτωλή, την αγάπησε ο μεγαλύτερος. Την έκαμε δική του. Η χήρα όμως ορέχθηκε και τον μικρό αδελφό, τον ομορφότερο, τον Γκιώνη. Μα εκείνος που ήξερε πόση λαχτάρα έτρεφε ο μεγάλος του αδελφός για την ομορφιά της, απέκρουσε τις χάρες του κορμιού της. Τι δεν έκαμε η χήρα για να τον ξετρελάνει. Πόσες φορές δεν έπεσε τάχα από λάθος στην αγκαλιά του. Πόσες φορές δεν γυμνώθηκε μπροστά του στο ποτάμι όταν ξεδιψούσε τα πρόβατά του ο Γκιώνης, κάνοντας τάχα ότι δεν τον είχε δει. Στο τέλος, η κακή γυναίκα βάλθηκε να ρίξει σε διχόνοια τα δυο αγαπημένα αδέλφια.

Μ’αυτήν την κακία ένα δείλι έφθασε στη στρούγκα τους

Πήρε δίχως να την ιδούν ένα από τα δεκατρία άλογα, πήγε και το έκρυψε σε μια βαθιά ρεματιά και ξαναγύρισε κατά το βράδυ στη στρούγκα. Βρήκε εκεί τον ερωτευμένο μαζί της αδελφό και του σφύριξε στ’ αυτί τη συκοφαντία.

– Σε κλέβει ο αδερφός σου. Σου πούλησε ένα άλογο. Μέτρησέ τα.

Την πίστεψε μέσα στο μεθύσι της αγάπης του. Βγήκε και μέτρησε τα άλογα. Ήταν δώδεκα και ασυλλόγιστα εκάλεσε τον καημένο τον Γκιώνη και τον σκυλόβρισε :

– Τ’ άλογο Γκιώνη, τ’ άλογο! Τα σκυλιά δεν γαύγιζαν, κλέφτης δεν ήρθε. Εσύ θα ξέρεις τι έγινε το τσίλικο το άλογο!

Πειράχτηκε ο φιλότιμος ο Γκιώνης. Πρώτη φορά άκουσε τέτοια προσβλητικά λόγια από τον αδελφό του. Του έλεγε πως ήταν κλέφτης.

– Θα το βρω, του φώναξε, αλλά το κρίμα να ‘ναι στον λαιμό σου ό,τι και να μου συμβεί.

Καβαλίκεψε ένα από τα καλύτερά του και ρίχτηκε να βρει το χαμένο άλογο. Βαθιά ήταν τα σκοτάδια της νύχτας κατά τα μέρη που περνούσε και όταν πια ξημέρωσε, αντί να γυρίσει ο Γκιώνης γύρισε μόνο το άλογο του, χτυπημένο, καταματωμένο. Σ’ έναν κρημνό είχε πέσει από τα σκοτάδια της νύχτας και είχε σκοτωθεί ο Γκιώνης. Κομμάτια τον έφεραν κάποιοι στρατοκόποι και ένας χωρικός έφερε και το χαμένο άλογο.

Είπε ακόμα στον αδελφό του Γκιώνη τι είχε δει

Τη χήρα δηλαδή, το περασμένο σούρουπο, να κρύβει εκεί στη ρεματιά το χαμένο άλογο. Αλλοφρόνησε τότε ο αδελφός του σκοτωμένου Γκιώνη, για το κακό που είχε κάμει στον αγαπημένο του αδελφό εξ αιτίας της αμαρτωλής. Κατάλαβε πως τον είχε προσβάλλει, πως προκάλεσε τον θάνατό του. Βαρύ ένιωθε το κρίμα και πήρε τα όρη σκούζοντας:

– Γκιώνη! Γκιώνη!

Και ο δίκαιος Θεός, για να μην έχει ποτέ ανάπαυση, τον μεταμόρφωσε σ ’ένα παράδοξο πουλί, που κάθε νύχτα φωνάζει τον αδικοσκοτωμένο και συκοφαντημένο αδελφό του:

– Γκιώνη! Γκιών!

Ένας άλλος μύθος αναφέρει πως φωνάζει τον αδελφό του “Γκιών! Γκιών!” ως που να στάξει η μύτη του αίμα. Αυτό είναι σημάδι πως ο Αντώνης παίρνει το αίμα του πίσω. Έτσι ησυχάζει ο Γκιώνης…». Η φωνή του γκιώνη είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό άκουσμα των καλοκαιρινών νυχτών.

Όλες οι Ειδήσεις

Ακολουθήστε μας στο Google News

Ροή Ειδήσεων

To top